- μέριμνα
- η (ΑM μέριμνα, Μ και μέρεμνα)φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι, έγνοιανεοελλ.-μσν.στον πληθ. οι μέριμνες, αἱ μέριμναισκοτούρες, βάσαναμσν.1. προβληματισμός2. στενοχώρια3. περίσκεψη, επαγρύπνηση4. επιδίωξη, προετοιμασία για να γίνει ή ωσότου γίνει κάτι5. μέλημα6. επιμέλεια7. εξασφάλιση8. φρ. «φέρω εἰς μέριμναν» — φέρνω στον νου, υπενθυμίζωμσν.-αρχ.1. πρόνοια2. το αντικείμενο τής φροντίδας («μεγάλην σε πατὴρ ἐφύτευσεν μέριμναν θνητοῑς ἀνθρώποισι», Ύμν. Ερμ.)3. στον πληθ. α) ανησυχίες («χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας», Ησίοδ.)β) φιλοδοξία, επιδίωξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέρ-ι-μνα (πιθ. < *μερ-ί-μων ή *μέρ-ι-μα) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)mer- «θυμάμαι, σκέπτομαι, προτίθεμαι» (πρβλ. μέρ-μερος) και εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα -μν- τού επιθήματος (πρβλ. βέλε-μνον), ενώ το -ι- τού τ. παραμένει ανερμήνευτο (πρβλ. μέδ-ι-μνος). Το θ. μερ- τής λέξης συνδέεται με: αρχ. ινδ. smarati «σκέπτομαι, θυμάμαι», αβεστ. maraiti και πιθ. με αρχ. λιθουαν. mereti «μεριμνώ, φροντίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.